καρτεροῦ

καρτεροῦ
καρτερέω
to be steadfast
pres imperat mp 2nd sg (attic)
καρτερός
strong
masc/neut gen sg
καρτερόω
strengthen
pres imperat mp 2nd sg
καρτερόω
strengthen
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καρτερός — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 550 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του νομού, 7 χλμ. Α της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών. Κοντά στον οικισμό …   Dictionary of Greek

  • Αστρακοί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 228 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στην άνω κοιλάδα του Καρτερού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νίκου Καζαντζάκη …   Dictionary of Greek

  • Ηράκλειο — I Πόλη (υψόμ. 33 μ., 133.012 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στα παράλια του Κρητικού πελάγους. Είναι πρωτεύουσα του νομού και έδρα του ομώνυμου δήμου (137.711 κάτ.), στον οποίο ανήκουν και τα χωριά Αγία Ειρήνη (υψόμ. 150 μ., 659 κάτ.),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”